- ελαφρόστομος
- -η, -ο(για άλογα), που έχει απαλά σαγόνια και δύσκολα υποφέρει το χαλινάρι, που υπακούει πρόθυμα, πειθήνιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαφρόστομος — η, ο (για άλογο) αυτός που έχει απαλό στόμα και δύσκολα υπομένει χαλινάρι … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek